ἀφορισμένοι

ἀφορισμένοι
ἀ̱φορισμένοι , ἀφορίζω
mark off by boundaries
perf part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Όκαμ, Γουλιέλμος του- — (William of Ockham, ‘Οκαμ, Σάρεΰ περ. 1290 – περ. 1350). Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος. Φραγκισκανός μοναχός, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου, από το 1318 έως το 1324, έγραψε τα περισσότερα θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράματά του (Super artem veterem …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”